- ἀνατρέχουσιν
- ἀνατρέχωrun backpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ἀνατρέχωrun backpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνακούω — Α [ἀκούω] 1. ακούω μαζί ή συγχρόνως με κάποιον 2. εννοώ κάτι για να συμπληρώσω μια φράση («ἐπὶ τὰς συνεμφάσεις οἱ στωικοὶ ἀνατρέχουσιν, λέγοντες τῷ ὅρω δεῑν τῆς φαντασίας συνακούειν τὸ κατὰ πεῡσιν», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek